- παραπίμπλημι
- παραπίμπλημι,A fill, Tim.Gaz. in Ar.Byz.Epit.93.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπίμπλημι — Α παραγεμίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek